work up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: work up, workup

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
work [sb] up,
work up [sb]
vtr phrasal sep
(annoy or excite)εκνευρίζω, νευριάζω ρ μ
  θυμώνω ρ μ
  (αργκό)κάνω κπ να τα πάρει έκφρ
 The politician's speech worked the crowd up.
 The boss was worked up because I was five minutes late.
 Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος. // Το αφεντικό είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά.
work [sth] up,
work up [sth]
vtr phrasal insep
(produce, generate)-
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος καθώς η απόδοση εξαρτάται από την εκάστοτε πρόταση.
 I'm so unfit that I work up a sweat just walking down to the corner.
 Είμαι τόσο αγύμναστος που ιδρώνω απλά και μόνο όταν περπατήσω μέχρι την γωνία.
work [sth] up,
work up [sth]
vtr phrasal insep
(prepare)προετοιμάζω, ετοιμάζω ρ μ
 Susan will try to work up a sketch by Friday.
 Η Σούζαν θα προσπαθήσει να προετοιμάσει ένα πρόχειρο σχέδιο μέχρι την Παρασκευή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
work [sth] up,
work up [sth]
vtr phrasal sep
(develop [sth])προχωράω, προχωρώ ρ μ
  βελτιώνω ρ μ
  εξελίσσω ρ μ
 The artist worked up his drawing by adding greater detail.
work [sb] up,
work up [sb]
vtr phrasal sep
(medicine: do diagnostic procedures) (ιατρική)υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο περίφρ
 The doctor worked the patient up thoroughly in her attempts to find the source of the problem.
 Η γιατρός υπέβαλε την ασθενή σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, προκειμένου να βρει την αιτία του προβλήματος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
workup,
work-up
n
(medicine: diagnostic procedures) (ιατρική)εξέταση ουσ θηλ
 The doctor ordered a cardiovascular workup.
workup,
work-up
n
(printing: ink smear) (εκτύπωση: μελάνι)μουτζούρα, μουντζούρα ουσ θηλ
workup,
work-up
n
(ship: making seaworthy) (ναυτιλία)εξασφάλιση του αξιόπλοου φρ ως ουσ θηλ
 The ship will remain in dock until the workup has been completed.
workup,
work-up
n
(navy: training period)εκπαίδευση ουσ θηλ
 The soldiers are in the middle of one of their annual workups to keep them in shape.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
work up | workup
ΑγγλικάΕλληνικά
work up to [sth] vtr phrasal insep informal (gather courage) (καθομιλουμένη)το δουλεύω έκφρ
  το παλεύω έκφρ
  προσπαθώ να βρω τα κότσια να κάνω κτ έκφρ
 I'm still working up to asking her out on a date.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
work up | workup
ΑγγλικάΕλληνικά
work up a sweat v expr (perspire from activity)ιδρώνω ρ αμ
  γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα έκφρ
work up an appetite v expr (get hungry)κτ μου ανοίγει την όρεξη έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση work up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «work up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!